- ὑδραγώγιον
- ὑδρᾰγώγ-ιον, τό,A aqueduct or conduit, IG12(2).103 (Mytil.), Inscr.Prien.208 (i B. C.), IG42(1).26 (Epid., i A. D.), SIG813 C5 (Delph., i A. D.), POxy.901.7 (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑδραγώγιον — aqueduct neut nom/voc/acc sg ὑ̱δραγώγιον , ὑδραγωγέω conduct imperf ind act 3rd pl (doric) ὑ̱δραγώγιον , ὑδραγωγέω conduct imperf ind act 1st sg (doric) ὑδραγωγέω conduct imperf ind act 3rd pl (doric) ὑδραγωγέω conduct imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδραγώγιον — τὸ, ΜΑ βλ. υδραγωγείο … Dictionary of Greek
ὑδραγωγίοις — ὑδραγώγιον aqueduct neut dat pl ὑδραγωγέω conduct pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδραγωγίου — ὑδραγώγιον aqueduct neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδραγωγίων — ὑδραγώγιον aqueduct neut gen pl ὑδραγωγέω conduct pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδραγώγια — ὑδραγώγιον aqueduct neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
водоваждѧ — ВОДОВАЖД|Ѧ (3*), Ѣ ( А) с. Труба или канава для орошения; оросительный канал: Аще близь села твоего вдоваж(д)е [вм. водоважде] послѣдоуѥть молчально таковѣи работѣ. си˫а ѡбнавлѩти строу˫а. (ὑδραγώγιον) КР 1284, 322г; на ѡбновлениѥ водоваж(д)i.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
υδραγωγείο — Σύστημα αγωγών που προορίζονται να μεταφέρουν νερό από άλλη περιοχή σ’ εκείνην της κατανάλωσης. Η ανάγκη μεταφοράς νερού από τις πηγές στα κατοικημένα κέντρα υπήρξε αισθητή από την προϊστορία. Ανάμεσα στα αρχαιότερα έργα του είδους, των οποίων… … Dictionary of Greek